ιχθύη

ιχθύη
ἰχθύη, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. ιχθύα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιχθύα — ἰχθύα και ιων. τ. ἰχθύη, ἡ (Α) [ιχθύς] 1. το αποξηραμένο δέρμα τού ψαριού ρίνη, που χρησιμοποιούσαν για τη λείανση μαρμάρων, ξύλων κ.ά. αντικειμένων 2. το δέρμα κάθε ψαριού 3. επιγρ. δοχείο στο οποίο έβαζαν παστά ψάρια 4. πάπ. ιχθυοτροφείο …   Dictionary of Greek

  • ματτύη — ματτύη, ἡ (Α) νόστιμο φαγητό μακεδονικής και θεσσαλικής προέλευσης που παρασκευαζόταν από κοπανισμένο κρέας πουλερικών, αρνήσιο, κατσικήσιο και από χορταρικά και σερβιριζόταν κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ματτύη θεωρήθηκε λέξη τής μακεδονικής διαλέκτου που …   Dictionary of Greek

  • ՁԿՆԱՄՈՐԹ — ( ) NBH 2 0159 Chronological Sequence: 10c գ. ἱχθύα, ἱχθύη pellis arida marinae squatinae. Մորթ ձկան. ... *Բերեալ կալան իմ առաջի ձկնամորթս. Պտմ. աղեքս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”